απροσχημάτιστος

απροσχημάτιστος
-η, -ο
επίρρ. ο χωρίς προσχήματα, χωρίς δικαιολογίες ή προφάσεις, ειλικρινής, ωμός: Οι επεμβάσεις των μεγάλων κρατών στις υποθέσεις των μικρών γίνονται κάθε μέρα και πιο απροσχημάτιστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απροσχημάτιστος — η, ο [πρόσχημα] 1. ο χωρίς προσχήματα και δικαιολογίες, ειλικρινής 2. ωμός, βάναυσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”